Η άτεκνος σύζυγος
Χρόνια πολλά είχαν περάσει από τότε που ενυμφεύθη η Νόννα τον Γρηγόριον, και ο Πανάγαθος Θεός, «ο πάντα καλώς και ποικίλως οικονομών», που τα πάντα καλά και ποικιλότροπα διανέμει, ευλόγησε πολύ την οικογένειάν της. Εδώρησεν εις αυτήν πολλά πνευματικά και υλικά αγαθά. [...] Δι' όλα αυτά η Νόννα εδοξολόγει τον Δωρεοδότην Κύριον.
Μέσα όμως εις το σπίτι της, ενώ είχε πολλά αγαθά, της έλειπε ο θησαυρός εκείνος, που τόσον εποθούσε η καρδιά της, τα παιδιά. Χωρίς αυτά ήτο το σπίτι της πράγματι βουβό παλάτι, αφού μέσα εις αυτό δεν άκουε γέλια και ξεφωνητά, δεν αντίκρυζε παιχνίδια και τρεξίματα μικρών αθώων παιδιών. Ήθελε και αγαπούσε πολύ τα παιδιά. Ελαχταρούσε να έχη ιδικά της παιδιά, να τα αγκαλιάζη ως σπλάγχνα της, να τα θηλάζη, να τα φιλή σαν μάννα, να τους μαθαίνη τα πρώτα βήματα, να τα έχη κοντά της σαν αγγέλους επιγείους. Δι' αυτό και η έλλειψίς των επί πολύν καιρόν την έθλιβε πολύ.
Η απαιδία της ήτο και δι' αυτήν κάτι το ανυπόφορον, όπως έτσι αυτο το πράγμα αισθάνεται και το ζη η κάθε άτεκνος σύζυγος. Ο ιερός Χρυσόστομος ως άριστος ψυχολόγος διαπιστώνει αυτήν την αλήθειαν και λέγει: «Ουδέν αφορητότερον απαιδίας γυναικί γένοιτ' αν• αλλά καν μυριάκις απολαύη της ευημερίας, την εκ της πληγής ταύτης οδύνην εγγινομένην αυτή ουκ αν ποτε αποκρούσαιτο». Τίποτε δεν ημπορεί να γίνη περισσότερον αφόρητον δια μιαν γυναίκα από το να μη έχη παιδιά. Και αν ακόμη μύριες φορές ευημερή, η ευημερία της αυτή ποτέ δεν θα ημπορέση να αφαιρέση τον ψυχικόν της πόνον, ο οποίος προέρχεται από αυτό το πλήγμα της ατεκνίας.
Ελυπείτο βεβαίως ως γυναίκα άτεκνος η Νόννα, και αυτό ήτο φυσικόν, αλλ' όμως ως Χριστιανή σύζυγος δεν απελπίζετο. Διότι δεν εθεώρει την επί πολύν χρόνον ατεκνίαν της ως «όνειδος εν ανθρώποις» (Γεν. λ' 23, Ησ. δ' 1, Λουκ α' 25), ως σημείον θείας δυσμενείας, ως κάτι που της έφερεν εντροπήν μεταξύ των ανθρώπων, έτσι όπως εθεωρείτο η ατεκνία εις τα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης. Αλλά τώρα, εις την εποχήν της Χάριτος, της Καινής Διαθήκης, έβλεπε και επίστευε ότι η ατεκνία της ήτο βουλή του Θεού, εις την οποίαν βουλήν έπρεπε να υποταχθή και αυτή και ο σύζυγός της. Δι' αυτό και οι δύο κατέφευγαν εις τον Θεόν δια την λύσιν της ατεκνίας των, όπως κατέφυγαν τα επίσημα και λαμπρά εκείνα ανδρόγυνα δια τον ίδιον σκοπόν, τα επί χρόνια πολλά άτεκνα, ο πατριάρχης Αβραάμ και η Σάρα, ο Ισαάκ και η Ρεβέκκα, ο Ιακώβ και η Ραχήλ, ο Ελκανά και η Άννα, ο Ζαχαρίας και η Ελισάβετ.
Εις τον Θεόν κατέφευγεν η Νόννα με πίστιν και Τον ικέτευε να της χαρίση τέκνα. Να ρίψη βλέμμα ευσπλαγχνίας, να ίδη την θλίψιν της και να εισακούση την θερμήν προσευχήν της. Είχε την καρδίαν της στερεωμένην εις τον Κύριον των Δυνάμεων και εζήτει από Αυτόν την λύσιν της ατεκνίας της. Ήξευρε ότι η πίστις είναι το απαραίτητον μέσον, δια του οποίου λαμβάνουν οι πιστοί τα αιτήματα, που ζητούν από τον Θεόν, όπως ο Κύριος εβεβαίωσε και υπεσχέθη: «πάντα όσα αν αιτήσητε εν τη προσευχή πιστεύοντες, λήψεσθε» (Ματθ. κα' 22). Παρέδωσε τον εαυτόν της εις την Πρόνοιαν του Θεού με την πεποίθησιν, ότι μόνον ο Παντοδύναμος Θεός ημπορούσε να θεραπεύση την πληγήν της.
(σελ. 95-97)
«Σάρρα οψίτοκος»
Και ήλθε το αποτέλεσμα της μετά πίστεως προσευχής. Η επί χρόνια στείρα σύζυγος του Γρηγορίου έγινε μητέρα! Ο Θεός της εχάρισε το πρώτον παιδί. Και ήτο αγόρι, όπως το εποθούσε η Νόννα, δια να το αφιερώση εις τον Θεόν, Αυτού να γίνη δούλος και διάκονος προς δόξαν Του. [...] Και του εδόθη το όνομα Γρηγόριος. Διότι τότε ήτο συνήθεια ο πρωτότοκος υιός να λαμβάνη το όνομα του πατέρα, όπως εις την εποχήν μας συνηθίζεται το πρώτο αγόρι της οικογένειας να παίρνη το όνομα του παππού από πατέρα.
Ελύθη λοιπόν η ατεκνία της και εδοξολόγει, εμεγάλυνε τον Κύριον. «Τις ως Κύριος ο Θεός ημών; ο εν υψηλοίς κατοικών... ο κατοικίζων στείραν εν οίκω μητέρα επί τέκνοις ευφραινομένην» (Ψαλμ. ριβ' [112] 5,9) Ήθελε όμως και άλλα παιδιά, πολλά παιδιά να αποκτήση η πιστή Νόννα. Όσα θα της έδιδε η πατρική Του αγάπη, θα τα εδέχετο ολόψυχα. [...]
Έτσι οι ευλογημένοι αυτοί σύζυγοι, ο Γρηγόριος και η Νόννα, ενώ ευρίσκοντο ήδη εις προχωριμένην ηλικίαν και εστερούντο τέκνων, απέκτησαν δύο υιούς και μίαν θυγατέρα. [...]
Ο υιός της Γρηγόριος ονόμαζε την μητέρα του «Σάρραν σοφήν», διότι αυτή επορρεύετο πάντοτε με σοφίαν και δεν υπήρξε ποτέ εις την ζωήν της άσοφη και άμυαλη γυναίκα. Ήθελε πάντοτε να εκτελή το θέλημα του Θεού. Ως σοφή μάννα εδείχθη και εις το ότι εδέχθη όσα παιδιά της εχάρισεν ο Θεός. [...]
Αυτό είναι κάτι το πολύ σπουδαίον, που καλούνται να προσέξουν οι γυναίκες. Αν αυτές παρέμειναν άτεκνες επί χρόνια και παρεκάλεσαν τον Θεόν να τεκνοποιήσουν και τις αξίωσε να γίνουν μητέρες, έχουν καθήκον να δεχθούν και όσα παιδιά εις την συνέχειαν δώση εις αυτές ο Θεός. Όμως κάποιες φορές, τι φοβερόν! Ενώ ο Κύριος έλυσε την ατεκνίαν των και απέκτησαν ένα ή δύο παιδιά, ύστερα επιβάλλουν εις τον εαυτόν των εκουσίαν ατεκνίαν. Δεν θέλουν πλέον άλλα παιδιά. Σταματούν την τεκνογονίαν. Και είναι αυτό αμαρτία μεγάλη και αχαριστία προς τον Θεόν. Ενώ πρώτα ικέτευαν Αυτόν, τώρα τον παρακούουν. Οι Χριστιανές όμως μητέρες πρέπει και εις αυτό να μιμούνται την ευσεβεστάτην Νόνναν. Έτσι θα έχουν την ευλογίαν και την Χάριν του Θεού εις την οικογένειάν των και θα επιτύχουν την σωτηρίαν των, όπως ο Ίδιος υπόσχεται: «η γύνη σωθήσεται δια της τεκνογονίας» (Α' Τιμ. β' 15).
(σελ. 100-102)
(Αποσπάσματα από το βιβλίο: Μητέρες Ηρωίδες των τριών Ιεραρχών, Αθ. Ι. Σκαρμογιάννη, Αθήνα 2009)