Ἰωάννα Σκαρλάτου
Κλινική Ψυχολόγος Bsc, Msc,
Γνωσιακή
Συμπεριφορική Θεραπεύτρια
παιδιῶν, ἐφήβων καί ἐνηλίκων.
Ἕνα Μετάλλιο… πού στάζει γάλα!
(Διήγημα βασισμένο σέ ἀληθινή ἱστορία)
28 Μαΐου 2022
11:52 π.μ.
Τά πόδια της ἔτρεμαν, τό μπουστάκι τήν στένευε ἀπό ὥρα, τά παπούτσια την πονοῦσαν ἀπό τό τελευταῖο ἅλμα. Βάζοντας ὅση δύναμη τῆς εἶχε ἀπομείνει, στερέωσε τά γόνατα δίπλα ἀπό τό βάθρο καί τά μάτια της χαμήλωσαν.
Προσπάθησε νά κλάψει, ἀλλά τά βλέφαρά της εἶχαν στεγνώσει. Ὁ προπονητής της την πλησιάζει καί ἐκείνη σκύβει δίπλα του.
— «Ἡ πρώτη θέση! Δεῖξε πιά λίγη χαρά! Χαμογέλα! Σέ βλέπουν! Ἀνεβαίνεις!».
Κοιτάζει τόν οὐρανό…
νά μποροῦσε νά ἔκλαιγε, ἔστω γιά λίγο, για μία στιγμή… Σκέφτηκε τήν ὥρα πού αἰσθάνθηκε τήν καρδιά της να σπάει σέ μικρά κομμάτια… ἕνα βιαστικό ρυάκι ἄρχισε νά κυλᾶ στο στῆθος της, τό μπλουζάκι της ἄρχισε νά στάζει…Ἀκούει τό ὄνομά της καί ἀνεβαίνει ἐπάνω. Τῆς φοροῦν τό χρυσό μετάλλιο καί τό ἀγγίζει.
Ἐκεῖνο, ἀντιδρώντας στό ἄγγιγμά της, πλημμυρίζει ἀπό λευκές σταγόνες. Ἡ μία σταγόνα κυλάει στήν ἐπίπεδη κοιλιά της. Αἰχμαλωτίζεται στήν παλάμη της, τήν φέρνει στό πρόσωπό της.
«Εἶναι γάλα! Θεέ μου στάζει τό μετάλλιο γάλα!», ψιθύρισε και πέφτοντας στά γόνατά της, ξέσπασε σέ λυγμούς.
«Συγχώρεσέ με…», οὐρλιάζει ἡ ψυχή της καί σπάει σάν εὔθραυστη κούκλα.
Καί ὁ κόσμος εἶναι τόσο ζαλισμένος ἀπό τό ἄρωμα τῶν πανηγυρισμῶν καί τῆς ἐφήμερης χαρᾶς, πού δέν τήν βλέπει.
17 Μαΐου 2022
6:05 μ.μ.
Βάδιζε μόνη της στό γυρισμό. Ἀργά, μέ χαμηλωμένο τό κεφάλι περπατοῦσε ἀνάμεσα στά στενά σοκάκια, στούς φαρδύτερους δρόμους… Ξαφνικά, ἡ μορφή της ζωγραφίζεται σέ μία φωτεινή βιτρίνα ἑνός βιβλιοπωλείου στό κέντρο τῆς Ἀθήνας. Δίχως νά σταματήσει νά περπατᾶ, τήν περιεργάστηκε. Τῆς ἄρεσε τό εἴδωλο τῆς κοπέλας πού ἀντίκριζε στό τζάμι νά προχωρᾶ παράλληλα μέ ἐκείνη. Λεπτή, γυμνασμένη μέ μαλλιά κουρεμένα τόσο κοντά, ὥστε νά μήν χρειάζονται λούσιμο καί ἰδιαίτερη φροντίδα. Ἕνα ἐλεύθερο κορίτσι! Καί πῶς τῆς πήγαινε αὐτό τό στενό μαῦρο φόρεμα! Θαύμαζε τά ἀδύνατα ψηλά πόδια της νά καμαρώνουν ἀνάμεσα στά ὑπερήφανα βιβλία τῆς βιτρίνας.
Μπαίνει στήν καφετέρια καί κάθεται σέ ἕναν ἀφράτο καφέ καναπέ. Ἕνας γεροδεμένος νεαρός ἔρχεται πρός τό μέρος της. Πάει νά σηκωθεῖ καί τό μεταξωτό της φόρεμα ἀφήνει ἕνα θρόισμα σάν ἀναστεναγμό.
— «Μέ ἀνησύχησες μέ τό μήνυμά σου! Τί συμβαίνει;»
— «Πρέπει νά μιλήσουμε!»
— «Δέν θά μέ ἀγκαλιάσεις;»
— «Εἶμαι ἔγκυος...»
Ὁ νεαρός ἀφήνει τό σῶμα του νά προσγειωθεῖ στόν καναπέ και μένει ἀμίλητος νά τήν κοιτάζει.
— «……..»
— «Συνεννοήθηκα μέ τή γιατρό, αὔριο θά τό ρίξω.»
— «Δέν τό συζητήσαμε…»
— «Τί νά συζητήσουμε… σέ δέκα μέρες εἶναι τό πανελλήνιο πρωτάθλημα.»
— « Ἕνα μωρό!»
— «Δέν εἶναι μωρό.»
— «Πόσο μηνῶν εἶσαι;»
– « Ἔχω κλείσει τόν τρίτο μήνα, ἀλλά ἡ γιατρός μπορεῖ νά με καλύψει. Μέ τήν προπόνηση καί τήν αὐστηρή διατροφή, δέν τό εἶχα καταλάβει. Ἔχω ὑπέρηχο σέ λίγο, φεύγω.»
— «Περίμενε σέ παρακαλῶ. Δέν θά ἤθελα νά τό χαλάσεις τό παιδί. Ἄσε με νά σοῦ μιλήσω.»
— «Ἄφησέ με.»
— «Δέν ὑπάρχω καί ἐγώ σέ αὐτή τήν ἀπόφαση;», τῆς λέει ἐπιτρέποντας τόν πόνο πού εἶχε ἡ ματιά του νά σπάσει σάν ἕνα φρέσκο ρόδι.
Δέν ἄκουγε τίποτα. Μία κενή φιάλη
ἀέρα ὁ χῶρος πού βρίσκονταν.
Τά λόγια διαλύθηκαν καί χάθηκαν σάν μορφές ἰδωμένες πίσω ἀπό ἕνα παράθυρο
δαρμένο ἀπό τή βροχή.
Βγῆκε τρέχοντας ἀπό τήν καφετέρια καί ξεχύθηκε στό δρόμο. Κρατοῦσε σφιχτά τό λευκό της ζακετάκι γιά νά μήν ἀποκαλυφθεῖ ἡ καρδιά της πόσο χτυποῦσε καί νά μήν τῆς τό κλέψει ὁ ξαφνικός ἄνεμος πού ἄρχισε μανιωδῶς νά φυσάει. Ἕνας χλωμός ἄνεμος, σέ χρῶμα κιτρινωπό. Τό ἀργοκίνητο λεωφορεῖο ἐμφανίστηκε ὡς θεόσταλτο δῶρο μπροστά της. Ἀνέβηκε καί στάθηκε κρεμασμένη ἀπό τό χερούλι. Αἰσθάνθηκε ὅτι θά πνιγεῖ ἀπό τόν χτύπο τῆς καρδιᾶς της.
Κατεβαίνει ἀπό τό λεωφορεῖο καί
κοιτᾶ τόν οὐρανό.
«Μία μάζα κυττάρων, δέν ἔχεις ζωή, εἶσαι ἕνα τίποτα! Ἀκοῦς; Εἶσαι ἕνα τίποτα!
Δέν ὑπάρχεις! Γιατί ὅμως αἰσθάνομαι ἔτσι;»
Ἡ γιατρός της, τήν ὑποδέχτηκε ἀγκαλιάζοντάς την.
— «Δέν θά θυμᾶσαι τίποτα! Σέ ἕνα τέταρτο θά ἔχουν ὅλα τελειώσει!», τῆς ψιθυρίζει φιλώντας την.
— «Νά ξαπλώσω;»
— «Ξάπλωσε καί σκέψου κάτι ὄμορφο…», τῆς εἶπε ἐκείνη βάζοντας νευρικά ζελέ στό ἐξάρτημα τοῦ ὑπερήχου.
Ἕνας ἦχος ἀκούστηκε καί ἡ γιατρός ἄρχισε νά κουνᾶ νευρικά το ἐργαλεῖο στήν κοιλιά της...
— «Τί ἦταν αὐτό;»
— «Ὁ ἦχος τοῦ ἐμβρύου.»
— «Μπορῶ νά τό ἀκούσω;»
Ἡ καρδιά τοῦ μωροῦ ξεκίνησε νά ἀκούγεται καί ἡ γιατρός σκουπίζει τό ἱδρωμένο μέτωπό της.
— «Εἶναι ζωντανό…!»
— «Κύτταρα εἶναι, ἄμορφη μάζα, μή δίνεις σημασία. Εἶσαι εἰκοσιπέντε χρόνων, δέν θά καταστρέψεις ὅλη σου τή ζωή γιά ἕνα παιδί.»
— «Μπορῶ νά τό δῶ σᾶς παρακαλῶ;»
Ἡ γιατρός γύρισε τήν ὀθόνη τοῦ ὑπερήχου καί ἡ μορφή τοῦ μικροῦ πλάσματος ἀποκαλύφθηκε μπροστά της.
Κουνοῦσε τά πόδια καί τά χέρια του...
— «Εἶναι ζωντανό…!»
— «Τό σῶμα εἶναι δικό σου, ἐσύ ἀποφασίζεις.»
— «Εἶναι ζωντανό…!»
— «Ἄκου κοπέλα μου, ὅλα αὐτά εἶναι συναισθηματισμοί… Πήγαινε μία βόλτα στή θάλασσα καί αὔριο ὀκτώ ἡ ὥρα σέ περιμένω στήν κλινική! Θυμήσου, σέ λίγες ἡμέρες εἶναι οἱ ἀγῶνες! Οἱ ἀγῶνες θά κρίνουν τή συμμετοχή σου στούς Ὀλυμπιακούς! Σέ δυό χρόνια.»
— «Εἶναι ζωντανό!»
— «Καί πῶς θά πᾶς στό Παρίσι; Μέ ἕνα μωρό ἑνάμιση χρονῶν;»
Ἐκεῖνο τό βράδυ δέν εἶχε καθόλου φεγγάρι. Στήν παραλία περπατοῦσε καί χάζευε τά ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Μία μαύρη θάλασσα πάφλαζε και ἔστελνε μεθοδικά δαντέλες ἀπό ἀφρό στίς γυμνές πατοῦσες της. Μία αἴσθηση πικρῆς ἁλμύρας ἔφτανε στά χείλη της. Τῆς ἔτσουζε καί τά μάτια.
Ξάπλωσε στήν ἄμμο καί ὀνειρεύτηκε τή γιαγιά της νά τή χαϊδεύει πρίν κοιμηθεῖ. Νά τῆς λέει παραμύθια. Ἀσυναίσθητα ἔπιασε τήν κοιλιά της καί ξέσπασε σέ λυγμούς…
«Δέν ὑπάρχεις! Εἶσαι μία μάζα
κυττάρων! Ἔτσι δέν λένε; Δικό μου δέν εἶναι τό σῶμα;»
Λίγες ὧρες ἀκόμα καί θά ἔφεγγε.
18 Μαΐου 2022
6:00 π.μ.
Ἦταν ξημερώματα ὅταν ξύπνησε. Τά λίγα σύννεφα, πού στεφάνωναν τόν οὐρανό, βάφτηκαν ἀπό τήν παλέτα λίγων ξεχασμένων ἀνοιξιάτικων λουλουδιῶν. Εἶχε δυό ὧρες μέχρι τό χειρουργεῖο. Βγῆκε στήν παραλιακή καί πῆρε ἕνα ταξί. Ἔφτασε στό μαιευτήριο καί κάθισε στά σκαλάκια νά περιμένει νά πάει ἡ ὥρα ὀκτώ…
Ἕνας ζητιάνος μέ ἕνα τρυπημένο καπέλο τήν πλησιάζει καί τῆς δείχνει τήν παλάμη του γιά νά τοῦ δώσει χρήματα. Τό πρόσωπό του ἤρεμο, γαλήνιο… Τοῦ δίνει λίγα χρήματα πού εἶχε στήν τσέπη της. «Καλή ἐπιστροφή!», τῆς φώναξε καί σιγοτραγουδώντας χάθηκε στις φιγοῦρες τοῦ ἀπέναντι δρόμου.
Εἶχε πλησιάσει ἡ ὥρα. Αἰσθάνθηκε τόν ἀέρα ἀπότομα νά κόβεται. Μία ὑγρή ζέστη τήν ἀγκάλιασε, ἔπηξε τό σάλιο στό στόμα της και μάτωσε τά στεγνά καί σκασμένα χείλη της. Κάποιος τῆς ἔβαζε τους δικούς του κανόνες στούς ἀρρύθμιστους χτύπους τῆς καρδιᾶς της.
Ἀνέβηκε τά σκαλιά καί μέ γρήγορα βήματα πέρασε τήν πόρτα τοῦ γυναικολογικοῦ τμήματος. Μία νοσηλεύτρια τήν περίμενε στήν πόρτα.
«Περάστε. Φορέστε αὐτή τή ρόμπα καί ξαπλῶστε. Ἔρχεται ἡ ἀναισθησιολόγος.»
Ἡ γιαγιά της ἐμφανίστηκε καί πάλι μπροστά της. Λυπημένη αὐτή τή φορά, νά τήν κοιτᾶ μέ μάτια ὑγρά… Οἱ σκέψεις της διακόπηκαν ἀπό τήν εἴσοδο τῆς γιατροῦ της στό δωμάτιο.
— «Καλημέρα! Πῶς ξυπνήσαμε;»
— «Πόσο θά κρατήσει;»
— «Λίγα λεπτά, καί μετά… ἐλεύθερη! Ἡ ζωή σέ περιμένει! Τό χρυσό μετάλλιο σέ φωνάζει!», τῆς εἶπε γελώντας καί σέ λίγο ἡ ἀναισθησιολόγος τή βοήθησε νά παραδώσει τήν ὕπαρξή της σέ ἕναν βουβό ὕπνο.
Καί ἐκεῖ πού ἕνα ἀπόλυτο σκοτάδι ὑπῆρχε γύρω της, ἕνα μικρό κοριτσάκι μέ λευκό δέρμα καί κοντά ξανθά μαλλιά ἐμφανίστηκε δίπλα της. Ἅπλωσε τά χέρια της νά τήν πιάσει καί ἡ μικρή κοιτώντας την μέ μάτια πού δέν ἔβλεπαν, χάθηκε…
«Ποῦ πᾶς;», τῆς φώναξε, ἀλλά ἡ μικρή εἶχε ἤδη χαθεῖ ἀπό μπροστά της.
Ξύπνησε ἀπό τή μυρωδιά τοῦ οἰνοπνεύματος. Ὁ σύντροφός της ἦταν δίπλα της καί τῆς κρατοῦσε τό χέρι.
— «Εἶσαι καλά; Ἡ γιατρός μέ ἐνημέρωσε και ἔτρεξα κοντά σου.»
— «Μία χαρά εἶμαι… Φέρε μου τό κοριτσάκι σέ παρακαλῶ…»
– «Ποιό κοριτσάκι; Δέν ὑπάρχει κανένα κοριτσάκι καλή μου.»
— «Τό μωρό, ποῦ πῆγε;»
Ὁ νεαρός σηκώνεται καί στέκεται δίπλα στό ἀνοιχτό παράθυρο.
— «Δέν ὑπάρχει πιά μωρό.»
– «Ὑπῆρχε μωρό! Ἦταν ζωντανό! Ἦταν κοριτσάκι! Φώναξε τή γιατρό...», τοῦ εἶπε οὐρλιάζοντας.
Ἡ γιατρός ἀκούγοντας τίς φωνές μπῆκε στό δωμάτιο.
«Εἶσαι ἀναστατωμένη ἀπό τή νάρκωση, μήν ἀνησυχεῖς. Πάρτε ἕνα παγωτό καί ἕτοιμη γιά τόν ἀγώνα!»
Ἡ κοπέλα ἀνασηκώνεται στό κρεβάτι καί τῆς σφίγγει τό χέρι.
— «Χθές, πού μοῦ ἔκανες ὑπέρηχο...»
— «Ναί…!»
— «Θέλω νά σέ ρωτήσω ἄν θυμᾶσαι τό φύλο τοῦ μωροῦ.»
— «Δέν ὑπάρχει μωρό! Ἔμβρυο ἦταν χαρά μου!»
— Ἦταν ζωντανό! Κτυποῦσε ἡ καρδούλα του… εἶχε ψυχή! Το ἔνιωσα!»
Ἡ γιατρός ἄρχισε νά τρέμει καί κατευθύνθηκε στήν ἔξοδο τοῦ δωματίου. Ἀνοίγει τήν πόρτα καί σέ λίγα δευτερόλεπτα ἐπιστρέφει κοντά της.
«Κορίτσι ἦταν», τῆς λέει καί φεύγει γρήγορα, ἀφήνοντας τήν πόρτα ἀνοιχτή.
Ἔμεινε ἀκίνητη πιάνοντας τήν κοιλιά της. Ἤθελε νά χαθεῖ για πάντα, νά ἔχανε τά μάτια πού εἶχε καί νά ἔβαζε τά τωρινά…
Μία ἀχτίδα τοῦ ἥλιου διείσδυσε γιά μία στιγμή στόν ὦμο της, ἀλλά ἄστεγη ὅπως ἦταν, ἔσβησε ἀπό δίπλα της.
28 Μαΐου 2022
9:30 π.μ.
Τά πόδια της τρέχουν καί λίγο πρίν τό σκάμμα, κλάματα μωροῦ ἀκούγονται. Ἡ κοπέλα πηδᾶ τόσο μακριά, πού ὅλο τό στάδιο σηκώνεται καί χειροκροτᾶ….
11:52 π.μ.
Τό γάλα ρέει ἀπό τό μετάλλιο καί ἐκείνη τό σκουπίζει μέ τό χέρι της…
Μιά προσευχή ἀνεβαίνει ἀπό τά βάθη τῆς συντετριμμένης της καρδιᾶς...
«Συγχώρεσέ με, Θεέ μου. Μέ ἀξίωσες νά γίνω μάνα, ἀκόμα καί ἄν σκότωσα τό παιδί μου. Κύριε, πάρε αὐτό τό γάλα, τοῦ παιδιοῦ μου καί ζωγράφισε τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς μου… Μόνο τήν ἀνάμνηση τῆς πράξης μή μοῦ πάρεις ποτέ… Βοήθησέ με νά σηκωθῶ, νά γυρίσω πίσω, κοντά Σου, ἄν καί δέν τό ἀξίζω…»!
Πηγή: Περιοδικό «Ελληνορθόδοξη Πολύτεκνη Οικογένεια» Π.Ε.ΦΙ.Π. Τεύχος 183/2024
Μπορείτε να διαβάσετε και να κατεβάσετε ολόκληρο το τεύχος, σε αρχείο PDF, εδώ!